- εμφυτευτικός
- -ή, -ό (AM ἐμφυτευτικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμφύτευση («εμφυτευτικό δίκαιο»)νεοελλ.ο κατάλληλος ή χρήσιμος για το έργο τής εμφυτεύσεως («εμφυτευτική μηχανή»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμφυτευτικῶν — ἐμφυτευτικός concerning fem gen pl ἐμφυτευτικός concerning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυτευτικόν — ἐμφυτευτικός concerning masc acc sg ἐμφυτευτικός concerning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυτευτικήν — ἐμφυτευτικός concerning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυτευτικῷ — ἐμφυτευτικός concerning masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)